- αυτεμβόλιο
- Εμβόλιο το οποίο παρασκευάζεται με την καλλιέργεια του μικροβίου που προκάλεσε τη νόσο. Το μικρόβιο αυτό το παίρνουμε από τον ίδιο τον άρρωστο. Το εμβόλιο του είδους αυτού, όπως άλλωστε και τα άλλα, είναι εναιώρημα σε φυσιολογικό ορό νεκρών μικροοργανισμών που χορηγείται με υποδόριες ενέσεις και συντελεί στην καταπολέμηση της μόλυνσης με την παραγωγή ειδικών αντισωμάτων στον ορό του αίματος του αρρώστου. Το α. είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό για τη θεραπεία σταφυλοκοκκιάσεων και στρεπτοκοκκιάσεων, επειδή καταπολεμά την ποικιλία του νοσογόνου μικροοργανισμού, πράγμα που το έτοιμο εμβόλιο μόνο ως πολυδύναμο θα ήταν δυνατό να πετύχει.
Dictionary of Greek. 2013.